ισοδυναμικός

ισοδυναμικός
η , ό[ν] физ. эквипотенциальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ισοδυναμικός" в других словарях:

  • ισοδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που σε όλα του τα μέρη το δυναμικό έχει την ίδια τιμή 2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) φρ. α) (γεωφ.) ισοδυναμικές (ενν. καμπύλες) καμπύλες που συνδέουν όλους τους τόπους που έχουν την ίδια μαγνητική ένταση β) (ηλεκτρολ.) ισοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμικός — ή, ό ισοδύναμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»